- νεωποιικός
- νεωποιϊκός και δωρ. τ. ναοποιϊκός ή ναοποϊκός, -ή, -όν (Α) [νεωποιός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεοποιούς, στους υπαλλήλους τών μικρασιατικών πόλεων που είχαν ως καθήκον την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («νεωποιϊκός νόμος», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.